Τα πρώτα κινήματα που μιλούσαν για αειφόρο ανάπτυξη εμφανίζονται στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Ο όρος αυτός δεν υπήρχε ακόμα, αλλά έπαιρνε μορφή και σχηματοποιούνταν (είναι γνωστό ότι σαν όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Μορίς Στρόνγκ και καθιερώθηκε απο τον Ιγκνάσι Ζαξ) μέσα από τις αντιθέσεις του μοντέλου ανάπτυξης.
Η δεκαετία αυτή αποτελεί περίοδο δυναμικής ανόδου του περιβαλλοντικού λόγου με επιστήμονες όπως η Ράσελ Κάρλσον, ο Ρενέ Ντιμόν και ο Ραλφ Νάντερ να θέτουν σοβαρούς προβληματισμούς και να αμφισβητούν το παραγωγικό μοντέλο που ήταν στη βάση του “όλο και περισσότερο”. Η ενεργειακή κρίση του 1973 (είχαμε τετραπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ) έδειξε πόσο εύθραυστο είναι το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθούνταν, φέρνοντας στην επιφάνεια κάτι που από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας δεν είχε δει: τα όρια του.
Από τη διάσκεψη του Ρίο (1992) μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ (2002) η αειφόρος ανάπτυξη άρχισε να μπαίνει όλο και περισσότερο στην ημερήσια διάταξη και να κατοχυρώνεται ως έννοια στη διεθνή κοινότητα.
Αν και η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης έγινε “μόδα” και πολλές εταιρίες στρατεύτηκαν στην ιδέα της -κάτι που μόνο αθώο δεν είναι- όπου στόχος τους είναι να προσελκύουν κόσμο που μέσα από αυτές θα αισθάνονται υπεύθυνοι καταναλωτικά πολίτες. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γαλλικής υπηρεσίας Novethic που έδειξε ότι πάνω από τις μισές εταιρίες εισηγμένες στο χρηματιστήριο είχαν τομείς για την προστασία του περιβάλλοντος, που όμως αναλώνονταν σε απονομή πλακετών, χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις, χωρίς μετρήσιμα αποτελέσματα για την προστασία του περιβάλλοντος. Παρά τις υπαναχωρήσεις, σήμερα η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης δείχνει να κάνει σημαντικά βήματα καθώς πάει να απαντήσει σε ζητήματα που τα θέτει η ίδια η ζωή.
Η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης δεν έχει ως μοναδικό ζητούμενο την προστασία του περιβάλλοντος αλλά και την κοινωνία (και αυτό είναι το κρίσιμο). Με άλλα λόγια δεν αντιλαμβάνεται τη Γη ως μουσείο που μέσα της υπάρχουν οι φυσικοί πόροι, η χλωρίδα και η πανίδα, παραβλέποντας ότι υπάρχουν 7 δις που χρειάζονται τροφή, εκπαίδευση και περίθαλψη. Βάζει το στοιχείο της διαχείρισης των φυσικών πόρων και της προστασίας της βιοποικιλότητας από την πλευρά του περιβάλλοντος, το στοιχείο του δίκαιου εμπορίου, της ενεργειακής ασφάλειας και των διεθνών ανταλλαγών από την πλευρά της οικονομίας και το στοιχείο της διατροφής, της πρόσβασης στην υγεία και εκπαίδευση, το δικαίωμα στην πληροφόρηση από την πλευρά της κοινωνίας.
Όταν ανοίγουμε την κουβέντα της Παραγωγικής ανασυγκρότησης της Ελληνικής οικονομίας πρέπει να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε για πολλά, σύνθετα και δύσκολα ζητήματα. Ποιό ήταν το παραγωγικό μοντέλο που κυριάρχησε στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, ποια τα εργαλεία ανάπτυξης που χρησιμοποίησε, σε ποια αδιέξοδα έφτασε; Πριν από αυτό όμως, για να προχωρήσουμε παραπέρα, πρέπει να κάνουμε μια διαπίστωση. Το παραγωγικό μοντέλο των τελευταίων δεκαετιών χρεοκόπησε. Και αυτή ακριβώς η χρεωκοπία του, δίνει το έναυσμα να ανοίξει με σοβαρούς όρους στην ελληνική κοινωνία η συζητηση γύρω από το τι παραγωγικό μοντέλο χρειαζόμαστε. Με άλλα λόγια επιβεβαιώνεται με τον ποιο εκκωφαντικό τρόπο η Γκραμσική ρήση για το θάνατο του παλιού και την δυσκολία γέννησης του καινούργιου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Το μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ως σπάταλο και ρυπογόνο. Η ελληνική οικονομία είναι ιδιαιτέρως ενεργοβόρα παρουσιάζοντας έναν από τους χειρότερους δείκτες ενεργειακής απόδοσης στην Ευρώπη με την παραγωγή ενέργειας να βασίζεται κυρίως στο λιγνίτη και το πετρέλαιο.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας δεν μπορεί να επιτευχθεί με την απουσία πρωτογενούς τομέα. Χωρίς αυτόν είναι αδύνατο να σταθεί στα πόδια της μια χώρα με την εξάρτηση της να είναι δεδομένη. Για παράδειγμα, η ποσότητα παραγωγής γάλακτος στην Ελλάδα είναι χαμηλή, κάτι που έχει ως πρακτική συνέπεια το πολύ χαμηλό ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε γαλακτοκομικά προϊόντα (περίπου στο 50%). Αντιπαράδειγμα η εταιρεία FRIELSLAND που παράγει το γάλα ΝΟΥΝΟΥ, αποτελεί μια συνεταιριστική επιχείρηση των Ολλανδών αγελαδοτρόφων με σημαντικά μερίδια παγκοσμίως.
Πως όμως θα γίνει κάτι τέτοιο; Ποιο εργαλείο ανάπτυξης πρέπει να έχει στα χέρια του το κράτος που δεν το έχει σήμερα; Τις τράπεζες. Η απάντηση πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Χωρίς έναν τραπεζικό πυλώνα στα χέρια του κράτους δεν μπορεί να συζητάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση και αειφόρο ανάπτυξη. Κατά συνέπεια είναι ιδιαίτερα κοντόφθαλμη η ανάλυση που δεν συσχετίζει το αντιπεριβαλλοντικό μοντέλο ανάπτυξης με το τραπεζικό σύστημα. Αν κάτι απέδειξε η μεγάλη σημερινή κρίση αυτό είναι ότι οι κερδοσκοπικές τράπεζες είναι επιβλαβείς για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που στην Ελλάδα μιλούσαν με υπερηφάνεια για το ιδιωτικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, για την επέκτασή του στα Βαλκάνια, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που θα αναπλήρωνε το κενό από την αποβιομηχάνιση και τη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, θα έφερνε επενδύσεις, θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που στην Ελλάδα μιλούσαν με υπερηφάνεια για τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα που θα καθιστούσαν τη χώρα ισχυρή (άραγε είναι τόσο μακρινό το σύνθημα της “Ισχυρής Ελλάδας” ;) και την οικονομία εύρωστη.
Στην Ελλάδα του σήμερα αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τα πράγματα με βάση τα προτάγματα της αειφορου ανάπτυξης, μάλλον θα δυσκολευτούμε να βρούμε αντιστοιχήσεις. Ποια οικονομία και ποια ανάπτυξη υπάρχει σήμερα; Ποια κοινωνία με την έννοια της συνοχής και της ευημερίας; Ποια προστασία του περιβάλλοντος; Η κουβέντα που είναι στην ημερήσια διάταξη και αφορά της επενδύσεις είναι ιδιαιτέρως αποπροσανατολιστική. Επενδύσεις έχουμε και στην Ταυλάνδη. Και στη Νιγηρία. Και στην Σλοβακία. Με άλλα λόγια το υπό κατασκευή μοντέλο είναι η Ελλάδα μια πολύ φτωχή χώρα, με πολλές τέτοιες ‘’επενδύσεις’’.
Σήμερα, επιτακτικά πρέπει να υπερασπιστούμε το μοντέλο της αειφόρου ανάπτυξης ως το πιο ολοκληρωμένο, καθώς λαμβάνει υπόψη του τον παράγοντα άνθρωπο και κάνει την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον έννοιες συμβατές μεταξύ τους.
Μιλτιάδης Γ. Ζαμπάρας
MSc. Περιβαλλοντολόγος
Υπ. Διδακτορας Περιβαλλοντικών Επιστημών
Επόμενο > |
---|