Η εξήγηση είναι απλή. Το πιο σημαντικό δεν είναι, όπως συνήθως νομίζουμε, το πότε τελειώνουν τα αποθέματα, πότε δηλαδή θα αντληθεί από τη γη και η τελευταία σταγόνα πετρελαίου. Μικρά κοιτάσματα μπορεί άλλωστε να βρίσκουμε για εκατοντάδες χρόνια από τώρα. Το πιο σημαντικό ζήτημα είναι, πότε η αύξηση της παραγωγής δεν θα μπορεί πλέον να καλύψει την αύξηση της ζήτησης. Την ημέρα εκείνη θα γίνει κράχ στην αγορά, ακόμη και εάν υπάρχουν ακόμη τεράστια διαθέσιμα αποθέματα προς εκμετάλλευση.
Όλα τα σημαντικά κοιτάσματα έχουν ανακαλυφθεί ήδη.
Ας γίνουμε πιο σαφείς. Ακούμε καθημερινά στις ειδήσεις ότι οι βιομηχανικές χώρες πιέζουν τον ΟΠΕΚ να αυξήσει την παραγωγή, δηλαδή να αντλεί με συνεχώς μεγαλύτερους ρυθμούς από τα διαπιστωμένα κοιτάσματα που διαθέτει. Ποτέ όμως δεν ακούσαμε να πιέζουν για την ανακάλυψη καινούργιων κοιτασμάτων. Ο λόγος είναι απλός. Όλα τα σημαντικά κοιτάσματα έχουν ανακαλυφθεί ήδη.
Όταν τη δεκαετία του ΄70 ξέσπασε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, τεράστια κονδύλια και νέες τεχνικές (ιδίως η μέθοδος με τους τεχνητούς σεισμούς - θυμάστε το Σισμίκ;) διοχετεύτηκαν στην ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων. Βρέθηκαν αρκετά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, πολλά από αυτά σε βιομηχανικές χώρες (ΗΠΑ, Μ. Βρεταννία - Βόρεια Θάλασσα, Νορβηγία κλπ) τα οποία πρόσφεραν μια προσωρινή αποδέσμευση από τις εισαγωγές πετρελαίου. Όμως οι ανακαλύψεις αυτές ήταν συγκριτικά μικρές και δεν αύξησαν αισθητά το συνολικό μέγεθος των αποθεμάτων που υπάρχουν. Τα περισσότερα από αυτά τα κοιτάσματα ήδη πέρασαν το μέγιστο σημείο παραγωγής τους και πλέον συνεχώς φθίνουν.
Το συμπέρασμα από αυτές τις έρευνες ήταν ότι οι υπόγειες «θάλασσες» πετρελαίου έχουν ήδη ανακαλυφθεί ως επί το πλείστον, και βρίσκονται στην πλειοψηφία τους στις χώρες του ΟΠΕΚ. Αν και οι ανακαλύψεις συνεχίζονται, δεν δίνονται πλέον τα ίδια τεράστια κονδύλια στην έρευνα. Σήμερα, ανακαλύπτουμε μόλις ένα βαρέλι για κάθε πέντε που καταναλώνουμε!
Ενδεικτικά, το πετρέλαιο της Αλάσκας, για την εκμετάλλευση ή μη του οποίου τόσο μεγάλος αγώνας γίνεται μεταξύ εταιρειών και οικολογικών οργανώσεων, μπορεί να καλύψει την παγκόσμια κατανάλωση για μερικές μόνο ημέρες!
Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί πλέον η έμφαση δεν δίνεται στην ανακάλυψη κοιτασμάτων, αλλά στην όλο και μεγαλύτερη παραγωγή από τα υφιστάμενα. Η αγορά έχει εξοικειωθεί με αυτό το μηχανισμό, ώστε κάθε φορά που αυξάνει η παραγωγή μειώνονται οι τιμές, χωρίς κανείς να σκέφτεται ότι αυτό οδηγεί στην ταχύτερη εξάντληση των αποθεμάτων (τυπικό παράδειγμα της αδυναμίας των μηχανισμών της αγοράς να αντιμετωπίσουν προβλήματα μη ανανεώσιμων αγαθών).
Ως πότε λοιπόν θα καλύπτουν τα αποθέματα τη ζήτηση;
Οι εκτιμήσεις όπως είπαμε ποικίλλουν, για πολλούς και διάφορους λόγους, όχι πάντα τεχνικούς:
ΟΙ ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΤΟΥ HUBBERT
Από τις εκατοντάδες σχετικές προβλέψεις που έχουν κατά καιρούς γίνει, μόνο μία αποδείχθηκε έως τώρα σωστή. Ο M. King Hubbert, γεωλόγος της Shell, προέβλεψε από το 1956 ότι η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ θα φθάσει στο μέγιστο σημείο της την επόμενη δεκαετία, πέφτοντας έξω μόνο κατά λίγα χρόνια.
Την εποχή του λοιδωρήθηκε και η πρόβλεψή του ξεχάστηκε. Σήμερα όμως μελετούν με προσοχή τη μέθοδό του, που είναι στη βάση της απλή: Η καμπύλη των ανακαλύψεων (που έχει μορφή καμπάνας) καλύπτει το ίδιο εμβαδό με την καμπύλη της παραγωγής, αφού δεν μπορούμε να παράγουμε παρά μόνο ότι έχουμε ανακαλύψει.
Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε απλοποιημένες τις δύο αυτές καμπύλες, στη τυπική τους μορφή.
Αριστερά, η πρώτη καμπύλη, παριστάνει τις ανακαλύψεις κοιτασμάτων πετρελαίου. Θεωρητικά ο ρυθμός ανακαλύψεων θα αυξάνει όλο και πιο γρήγορα, ώσπου φτάνουμε σε μια κορύφωση. Υστερα ακολουθεί ταχύτατη πτώση. Για τις ΗΠΑ, η χρονιά που οι ανακαλύψεις κοιτασμάτων έφθασαν στο μέγιστο σημείο τους, ήταν το 1940.
Δεξιά, μια παρόμοια καμπύλη παριστάνει την παραγωγή πετρελαίου. Λογικά, χρειάζονται κάποια χρόνια μέχρι να αρχίσει η αξιοποίηση των κοιτασμάτων που έχουν ανακαλυφθεί. Έτσι, το μέγιστο της καμπύλης της παραγωγής θα έρθει μερικά χρόνια αργότερα από το μέγιστο της καμπύλης των ανακαλύψεων. Από εκεί και πέρα, η παραγωγή θα αρχίσει να φθίνει. Οι ΗΠΑ έφθασαν στο μέγιστο της παραγωγής τους το 1970.
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς υπολογισμούς του Hubbert, τα δύο μέγιστα απέχουν μεταξύ τους περίπου 30 χρόνια. Επειδή η τεχνολογία από την εποχή του έχει βελτιωθεί, οι ειδικοί μεταθέτουν την απόσταση στα 40-45 χρόνια. Αν λοιπόν ξέρουμε ποιά ήταν η χρονική περίοδος με τις περισσότερες ανακαλύψεις κοιτασμάτων πετρελαίου, μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα έχουμε και το μέγιστο της παραγωγής πετρελαίου.
Πότε όμως φτάσαμε στο μέγιστο των ανακαλύψεων;
Το μέγιστο σημείο των ανακαλύψεων κοιτασμάτων, σε παγκόσμιο επίπεδο, το έχουμε περάσει ήδη από τη δεκαετία του '60.
Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε τις καμπύλες του Hubbert, όπως εξελίσσονται στην πραγματικότητα. Αριστερά οι ανακαλύψεις (που πράγματι ακολούθησαν μορφή καμπάνας), δεξιά η παραγωγή.
Εάν η παραγωγή ακολουθούσε και αυτή μορφή καμπάνας, θα είχε ήδη φθάσει το μέγιστο σημείο της, ή θα το έφθανε τα επόμενα 2-3 χρόνια! Η παραγωγή είχε όμως δύο απότομες πτώσεις, που αντιστοιχούν στις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του '70 και στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου.
Η διορθωμένη λοιπόν εκτίμηση, που βλέπουμε στο διάγραμμα, μεταθέτει το μέγιστο λίγο μετά το 2010!
Όπως αναφέραμε, μικρή σημασία τελικά έχει πότε θα εξαντληθεί όλο το πετρέλαιο. Η κρίσιμη στιγμή θα έρθει, όταν η παραγωγή θα πάψει να αυξάνεται όσο γρήγορα απαιτεί η αγορά. Την ημέρα που η προσφορά δεν θα μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στη ζήτηση, θα ξεσπάσει οικονομική κρίση, πιθανώς ραγδαία.
Αυτό αφορά κατά πρώτον τις ΗΠΑ, όπου η φορολογία στα καύσιμα θεωρείται αδιανόητη και όλη η οικονομία στηρίζεται στη φτηνή τιμή τους. Τελικά όμως, η κρίση δεν θα αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.
ΓΙΑΤΙ ΕΓΙΝΑΝ ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ
Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, δεν συμφωνούν με την εκτίμηση ότι η κρίσιμη στιγμή έρχεται στην επόμενη δεκαετία. Προτείνουν ένα πιο «αισιόδοξο» σημείο για το μέγιστο της παραγωγής, στη δεκαετία του 2030.
Ακόμη όμως και οι πλέον αισιόδοξοι, συμφωνούν στο εξής:
Μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια θα φτάσουν σταδιακά στο μέγιστο της παραγωγής τους όλες οι χώρες, εκτός ορισμένων χωρών του ΟΠΕΚ κυρίως (όπως το Ιράκ, το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία), των οποίων η παραγωγή θα συνεχίσει να αυξάνεται για πολλές δεκαετίες ακόμη.
Ήδη, το σημείο αυτό το έχουν περάσει οι ΗΠΑ (1970), η Ρωσία (1987), η Βρετανία (1999), το Ιράν (1973), η Λιβύη (1969), η Ρουμανία (1976), η Αίγυπτος (1993) κλπ. Οι ΗΠΑ μάλιστα, από εξαγωγέας πετρελαίου μετατράπηκαν σε σημαντικό εισαγωγέα, με εξάρτηση από χώρες όπως το Μεξικό, η Βενεζουέλα, η Νιγηρία, και οι χώρες του Περσικού Κόλπου.
(φωτο: πετρελαιοπηγές στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1920)
Αξίζει να επιμείνουμε σε αυτό: Καθώς οι χώρες του ΟΠΕΚ διαθέτουν τα μεγαλύτερα κοιτάσματα, σύντομα, κατά μερικούς μέσα στην επόμενη πενταετία, το ποσοστό συμμετοχής τους θα ανέβει, ώστε πάνω από το μισό της παγκόσμιας παραγωγής να προέρχεται από αυτές.
Επομένως, όχι μόνο τα αποθέματα λιγοστεύουν, αλλά συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο σε τεχνολογικά καθυστερημένες και πολιτικά ασταθείς χώρες.
Βλέπουμε τώρα καθαρά ποια λογική κρυβόταν πίσω από τους πολέμους του Περσικού Κόλπου. Σκοπός ήταν η εγκατάσταση φιλικών κυβερνήσεων και η μαζική επένδυση, όχι στην εξεύρεση νέων κοιτασμάτων, αλλά στην ταχύτερη εκμετάλλευση των υφιστάμενων. Έτσι, όσο προχωρά σταδιακά η μείωση της παραγωγής στις άλλες χώρες, ο Περσικός Κόλπος να μπορεί τεχνικά να καλύπτει την όλο και αυξανόμενη ζήτηση, χωρίς όμως να έχει άποψη για τους ρυθμούς άντλησης ή τις τιμές.
Ακόμη και αν το σχέδιο πετύχαινε, η παράταση ζωής που θα έδινε στο σημερινό κατεστημένο οικονομικό σύστημα θα ήταν σύντομη (ίσως μια - δυό δεκαετίες), αλλά θα απέφερε εντωμεταξύ τεράστια στρατηγικά και οικονομικά οφέλη στις εμπλεκόμενες χώρες και εταιρείες.
ΜΗΠΩΣ ΑΡΧΙΣΕ ΗΔΗ Η ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΚΡΙΣΗ;
Από την άλλη, η μέχρις στιγμής αποτυχία των πρόσφατων παρεμβάσεων σε Μέση Ανατολή, Αφρική, Βενεζουέλα και αλλού, σε συνδυασμό με τα προβλήματα της Ρωσίας, μπορούν να πυροδοτήσουν την κρίση νωρίτερα από το αναμενόμενο, αν δεν την έχουν ξεκινήσει ήδη.
Είναι πιθανό, και αυτό φοβάται σήμερα η αγορά, να καταλήξουμε (ή μήπως φτάσαμε ήδη;) στο σημείο ενώ ακόμη υπάρχουν αποθέματα που θα μπορούσαν να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση, να μην μπορούν να αντληθούν με αρκετά γρήγορους ρυθμούς, όσο ζητά η οικονομία, λόγω τεχνικών αδυναμιών και πολιτικών προβλημάτων.
Τι να κάνουμε
Καιρός είναι πια να καταλάβουμε ότι η εποχή των τζετ, των ιδιωτικών αυτοκινήτων, των κλιματιστικών (αλλά και της τοστιέρας), φτάνει σε ένα τέλος, με τη μορφή τουλάχιστον που την ξέρουμε. Κανένα καύσιμο (πχ κάρβουνο, φυσικό αέριο) δεν μπορεί να αντικαταστήσει το πετρέλαιο σε όλες του τις χρήσεις, ακόμη και άν υποθέσουμε ότι θα προλάβαιναν να γίνουν οι απαραίτητες μετατροπές και να χτιστούν νέες εγκαταστάσεις.
Αν σκεφτούμε την επερχόμενη πετρελαϊκή κρίση σε συνδυασμό με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τις συνέπειες του οποίου ήδη βιώνουμε, θα καταλάβουμε ότι ο, «ορθολογικός» κατά τα άλλα, δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός διέπραξε τερατώδη ύβρι απέναντι στη φύση. Κατασπατάλησε, μέσα σε 100 μόλις χρόνια, πηγές ενέργειας που χρειάστηκαν πεντακόσια εκατομμύρια χρόνια να σχηματιστούν, χωρίς να λογαριάσει τις παρενέργειες για το περιβάλλον, ούτε τα μελλοντικά αδιέξοδα.
Σήμερα, μόνη πραγματική λύση είναι η αυστηρή περιστολή κάθε ενεργειακής σπατάλης, η ταχεία εξάπλωση των ήπιων μορφών ενέργειας και η στροφή προς κοινωνικά μοντέλα αργής οικονομικής μεγένθυνσης και λελογισμένης κατανάλωσης.
Πρόκειται για μια επείγουσα αναγκαιότητα, που όλο και περισσότερες χώρες την λαμβάνουν υπόψη. Γι' αυτό φροντίζουν τις μαζικές συγκοινωνίες τους, επεκτείνουν τους ποδηλατόδρομους, κατασκευάζουν βιοκλιματικά σπίτια, στήνουν αιολικά πάρκα, ανακυκλώνουν, αυξάνουν την ενεργειακή απόδοση, κατευθύνουν τις οικονομίες τους προς την ποιοτική ανάπτυξη μάλλον παρά προς την ποσοστική μεγένθυση.
Στη χώρα μας, αντίθετα, συνεχίζουμε ανέμελοι να εγκαινιάζουμε αυτοκινητόδρομους και να κατασκευάζουμε κτίρια γραφείων καλυμμένα με μαύρο τζάμι. Είναι προφανές πως ζούμε κάπου στο φεγγάρι.
Πηγές
Has global oil production peaked?, by David R. Francis, 2004
The End of Cheap Oil, by Colin J. Campbell and Jean H. Laherre`re, Scientific American, 1998
DIE OFF , Oil Depletion
THE HUBBERT CURVE : ITS STRENGTHS AND WEAKNESSES by J.H. Laherrere, 2000
< Προηγούμενο | Επόμενο > |
---|