Οικολογική Επιθεώρηση

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς

Νέες μονάδες της ΔΕΗ: Όχι, ευχαριστώ

E-mail Εκτύπωση
Ευρετήριο Άρθρου
Νέες μονάδες της ΔΕΗ: Όχι, ευχαριστώ
Το σλόγκαν της ανεργίας : υποσχέσεις και πραγματικότητα.
Όλες οι Σελίδες
Τον τελευταίο καιρό κερδίζει συνεχώς έδαφος το αίτημα για την εγκατάσταση νέων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ συνολικής ισχύος 800 ΜW στο Λιγνιτικό Κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας (ΛΚΔΜ). Οι νέες μονάδες πρόκειται να αντικαταστήσουν τις παλιότερες του Λιγνιτικού Κέντρου. Αυτό σημαίνει για το νομό Κοζάνης την εγκατάσταση μιας μονάδας της τάξης των 400 MW, η οποία μάλλον θα χωροθετηθεί στον πιο παλιό ΑΗΣ Πτολεμαΐδας. powerlinessmall

Όταν θα αρχίσουν να λειτουργούν οι καινούριες εγκαταστάσεις οι παλιές θα κλείσουν, αλλά θα είναι σε ετοιμότητα και θα χρησιμοποιούνται σε περίοδο αιχμής. Έτσι, με τα γνωστά προβλήματα της επάρκειας ισχύος και με το μόνιμο Ελληνικό σλόγκαν «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού» προβλέπονται αρκετά διαστήματα παράλληλης λειτουργίας παλιών και νέων μονάδων. Η εμπειρία της παλιάς και ρυπογόνου μονάδας του Κερατσινίου, που - αν και παροπλισμένη - κάθε τόσο έμπαινε στο δίκτυο και οι τακτικές διαμαρτυρίες των Κερατσινιωτών δίνουν μια γεύση για το τι θα γίνει κι εδώ.

To αίτημα για εγκατάσταση νέων μονάδων στο ΛΚΔΜ προωθείται από τα Σωματεία της ΔΕΗ, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και αρκετούς τοπικούς φορείς με κριτήρια κυρίως τοπικιστικά και συντεχνιακά.

Η νοοτροπία αυτή ξαναζωντανεύει μεν το όνειρο των ανέργων για μια θέση στον «παράδεισο» της ΔΕΗ, αλλά κλείνει τα μάτια της στο ότι το μοντέλο αυτό ενεργειακής πολιτικής έχει φέρει τη χώρα μας τελευταία στην Ευρώπη σε μια σειρά από κρίσιμους δείκτες : Ξοδεύουμε περισσότερη ενέργεια από κάθε άλλη χώρα για κάθε ευρώ της οικονομίας μας, εκλύουμε τα πιο πολλά αέρια του θερμοκηπίου ανά κιλοβατώρα ηλεκτρισμού, ενώ η κατανάλωση ενέργειας συνεχίζει να αυξάνει γρηγορότερα από ό,τι το Ακαθάριστο Εθνικό μας Προϊόν.

Ο ενεργειακός σχεδιασμός μιας χώρας δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα συνδικαλιστικών πιέσεων και τοπικιστικών απαιτήσεων. Σε μια εποχή, όπου το φαινόμενο του θερμοκηπίου αποτελεί το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα της ανθρωπότητας και η στροφή στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι πλέον μονόδρομος, δεν μπορεί ως τοπική κοινωνία και ως πολίτες να συρόμαστε στο αίτημα για νέες μονάδες της ΔΕΗ, λύση που παλαιότερα εμείς οι ίδιοι είχαμε πολεμήσει με πολύ σοβαρά επιχειρήματα (Ήταν η μοναδική περίπτωση σε διάστημα 15 ετών που η Κοζάνη «κατέβασε τα ρολά» - έστω για μια μέρα - ζητώντας καθαρό περιβάλλον και απαιτώντας να μη γίνει η 5η μονάδα της ΔΕΗ στον ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου).

Τι μεσολάβησε και από την άρνηση στην εγκατάσταση 330 MW το 1993 φτάσαμε σήμερα να εκλιπαρούμε άλλα 800 ΜW ; Πως είναι δυνατόν να ζητάμε δια της φωνής των Σωματείων της ΔΕΗ και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ενεργειακές λύσεις απαράδεκτες από κάθε άποψη, που όμως βρίσκουν γόνιμο έδαφος στον αιώνιο τοπικισμό και στην αγωνία των ανέργων για μια θέση στον ήλιο;

Πως συμβιβάζεται η υπεράσπιση της αειφόρου ανάπτυξης, η υπογραφή διεθνών πρωτοκόλλων για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα CO2, η δέσμευση μας έναντι της Ευρώπης για ριζική στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) με το αίτημα για νέες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ;

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή κι ας εξετάσουμε τις παρενέργειες σε επίπεδο εθνικής οικονομίας από την εγκατάσταση νέων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ

Εκπομπές CO2

ΑΗΣ ΠτολεμαίδοςΗ Ελλάδα είναι το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, αφού παραμένει εντελώς απροετοίμαστη για το εμπόριο των εκπομπών CO2 που θα ισχύσει εντός της ΕΕ από την 1-1-2005. Η εξέλιξη αυτή πέραν του διασυρμού και των νομικών συνεπειών θα επιφέρει τεράστια χρηματικά πρόστιμα για τη χώρα μας. Ο φόρος CO2 σημαίνει κάθε χρόνο πάνω από 200 δις δρχ, τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να τα καταβάλουμε, με τη γνωστή μέθοδο… μετακύλισης στον καταναλωτή.

Το 1990 καταφέραμε να εξαιρεθούμε από τον ανεπτυγμένο κόσμο με στόχο να επιτύχουμε αύξηση των εκπομπών CO2. Επιδιώξαμε λοιπόν και πήραμε - με το πρόσχημα της υπανάπτυκτης χώρας - το δικαίωμα να αυξήσουμε τις εκπομπές CO2 κατά 25 % μέχρι το 2012.

Ήδη όμως (8 χρόνια πριν το 2012) έχουμε υπερβεί αυτό το όριο κατά 4 %. Αφού λοιπόν εξαντλήσαμε και ξεπεράσαμε αυτή την αύξηση πριν την ώρα της, συνεχίζουμε να λειτουργούμε ως πονηροί Νεοέλληνες ελπίζοντας σε νέες διαπραγματεύσεις και αδιαφορώντας για το μέγεθος των επιπτώσεων στην εθνική οικονομία και στο παγκόσμιο περιβάλλον. Κι αντί να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να κρατηθούμε εκεί, προτείνουμε λύσεις, όπως οι νέες λιγνιτικές μονάδες, που αυξάνουν κι άλλο τις εκπομπές μας σε CO2. Προβλέπεται να φτάσουμε σαν χώρα τους 144.4 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμων εκπομπών το 2010, δηλαδή αύξηση 35.8 % σε σχέση με το 1990 ! (Εθνικό Αστεροσκοπείο, 2003).

Κατά τα άλλα υπερακοντίζουμε σε κούφιο αντιαμερικανισμό και περιβαλλοντισμό, επικρίνοντας τον Μπους, ο οποίος δεν έβαλε την υπογραφή του για τη μείωση των εκπομπών CO2, ενώ εμείς ως «ξύπνιοι Ρωμιοί» τη βάλαμε αλλά δεν την τιμούμε.

Η ΔΕΗ είναι υπεύθυνη στην Ελλάδα για το 50% των αερίων θερμοπηπίου. Οι υποσχέσεις περί «καινούριων φίλτρων» και «σύγχρονης τεχνολογίας» των νέων μονάδων δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στο τομέα των εκπομπών CO2. Οι νέες τεχνολογίες στερεών καυσίμων, αν ποτέ τις εφαρμόσουμε, δεν συγκρατούν ούτε γραμμάριο CO2, απλά μειώνουν τις εκπομπές ανά εγκατεστημένο ΜW. Συνεπώς τα περί «βελτιωμένου περιβάλλοντος», που επαγγέλλονται οι οπαδοί των μονάδων, δεν αφορούν το CO2 αλλά την τέφρα. Ειδικά στη μεταβατική φάση της «ψυχρής εφεδρειας», όπου θα δουλεύουν - κατά την περίοδο αιχμής- και οι παλιές και οι καινούριες μονάδες η κατάσταση θα επιδεινώνεται. Εκτός κι αν οι νέες καμινάδες… ρουφούν αντί να εκπέμπουν καυσαέρια και τέφρα.

Ο μύθος του φτηνού λιγνίτη

Η επιβάρυνση της λιγνιτικής κιλοβατώρας λόγω του φόρου CO2 είναι αρκετά μεγαλύτερη σε σχέση με την πετρελαϊκή και εκείνη του φυσικού αερίου. Αν συνυπολογίσουμε και το λεγόμενο «εξωτερικό κόστος» του λιγνίτη, δηλαδή τις οικονομικές επιπτώσεις της αφαίμαξης των νερών, των σοβαρότατων επιπτώσεων στην ύδρευση / άρδευση οικισμών / χωραφιών που «έχασαν» τα νερά τους (Κοζάνη, Σαριγκιολ, λεκάνη Αμυνταίου), της απώλειας παραγωγικών γαιών, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, κλπ, διαπιστώνουμε αβίαστα ότι ο λιγνίτης κάθε άλλο παρά φθηνό καύσιμο είναι. Με βάση παλιότερες μελέτες στελεχών της ΔΕΗ (Κορδας 1997) το εξωτερικό κόστος του λιγνίτη, υπολογίζοντας μόνο τις οικονομικές επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αγγίζει τα 7 δις δραχμές ετησίως !

Όμως η ΔΕΗ με τις ευλογίες της Κυβέρνησης και τη σύμφωνη γνώμη βιομηχάνων - συνδικαλιστών δεν ακολουθεί τη διεθνή πρακτική για τον συνυπολογισμό του εξωτερικού κόστους του λιγνίτη, ούτε πληρώνει για την αξία του ως εξαντλούμενου φυσικού πόρου, με συνέπεια να σέρνεται και πάλι στα Ευρωπαϊκά εδώλια.

Ο λιγνίτης λοιπόν είναι ένα ακριβό και ρυπογόνο καύσιμο. Πρέπει κάποτε να τελειώνουμε με τους μύθους και τις αλχημείες που προσπαθούν να τον εξωραΐσουν και να δούμε κατάματα όχι μόνο τα υπέρ αλλά και τα κατά του.

Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αυτή τη στιγμή ο λιγνίτης είναι, καλώς ή κακώς, το εθνικό μας καύσιμο και η ραχοκοκαλιά της ενεργειακής μας πολιτικής. Όμως αντί να εντείνουμε συνεχώς την εξάρτηση και την ενεργειακή μας μονομέρεια, ας σχεδιάσουμε ένα πρόγραμμα σταδιακής και προσεκτικής απεξάρτησης από το λιγνίτη (και παράλληλης παράτασης της ζωής των λιγνιτικών αποθεμάτων), στήριξης σε άλλες μορφές ενέργειας, εξοικονόμησης, κλπ. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, που συνοδεύεται με συνολική αύξηση των θέσεων εργασίας (κι όχι απολύσεις όπως προπαγανδίζει το λιγνιτικό λόμπι), έχει σαν πρώτο ελάχιστο βήμα τη σταθεροποίηση της λιγνιτικής παραγωγής και σε καμιά περίπτωση την αύξηση της.