Ειδικοί και ακτιβιστές, που συμμετείχαν στη Διεθνή Εκστρατεία για Δικαιοσύνη στο Μποπάλ, χτυπήθηκαν βίαια από την ινδική αστυνομία στις 2 Δεκεμβρίου 2002, όταν εισήλθαν στο εγκαταλειμμένο εργοστάσιο της Union Carbide προσπαθώντας να πάρουν ένα δείγμα από τους τόνους των επικίνδυνων αποβλήτων, που ακόμη κείτονται εκεί σκορπισμένα.
Χρειάστηκε να παρέμβει ο πρωθυπουργός του κρατιδίου, ο οποίος, συνειδητοποιώντας προφανώς τον παραλογισμό μιας τέτοιας συμπεριφοράς, διέταξε την απόσυρση όλων των κατηγοριών και ζήτησε συγνώμη για τη βάρβαρη συμπεριφορά της αστυνομίας (φωτογραφία, πηγή: Greenpeace).
Το θέμα όμως δεν έληξε: την ίδια ημέρα, στις 2 Δεκεμβρίου, μια ειρηνική διαδήλωση 200 γυναικών που επέζησαν της καταστροφής άφησε συμβολικά τοξικά απόβλητα έξω από τα κεντρικά γραφεία της ιδιοκτήτριας εταιρείας Dow Chemical στην Ινδία, με την απαίτηση η εταιρεία να αναλάβει την ευθύνη για την καταστροφή και να καθαρίσει το εργοστάσιο και τη γύρω περιοχή.
Η απάντηση της εταιρείας ήταν σαφής: μήνυσε τις γυναίκες για «απώλεια εργασιών», ζητώντας αποζημίωση 10.000 δολαρίων. Η «απώλεια» ήταν ότι κάποιος υπάλληλος της εταιρείας χρειάστηκε να βγει έξω λίγα λεπτά για να μιλήσει στις διαδηλώτριες. Η εταιρεία προσπαθεί τώρα να φιμώσει κάθε διαμαρτυρία, απαιτώντας να απαγορευθεί στους επιζήσαντες να διαδηλώνουν σε απόσταση μικρότερη από 100 μέτρα από τα γραφεία της.
Έτσι, στην επέτειο των δεκαοχτώ χρόνων από τη μεγαλύτερη βιομηχανική καταστροφή στην παγκόσμια ιστορία, τα θύματα των αερίων και οι υποστηρικτές τους διαδηλώνουν στους δρόμους, ακόμη περιμένοντας δικαίωση.
Οι διαδηλωτές απαιτούν από την Dow Chemical να ικανοποιήσει άμεσα τις απαιτήσεις των επιζώντων, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν οικονομική αποζημίωση, μακροπρόθεσμη ιατρική φροντίδα, καθαρό πόσιμο νερό και καθαρισμό του χώρου της μονάδας από τα απόβλητα (σήμερα, στο Μποπάλ εξακολουθούν και πεθαίνουν κάθε μήνα περί τα 30 άτομα, δεκάδες παιδιά γεννιούνται με παραμορφώσεις και ο χώρος του εργοστασίου εξακολουθεί να μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα).
Επίσης απαιτούν να τιμωρηθεί ο βασικός υπεύθυνος, ο αμερικανός πρόεδρος της Union Carbide, Γουόρεν Άντερσον, με διαταγές του οποίου είχαν γίνει περικοπές και παραβιάστηκαν τα μέτρα ασφαλείας για να εξοικονομηθούν χρήματα (το σύστημα ψύξης της δεξαμενής είχε αποσυνδεθεί από το ρεύμα για οικονομία και η δεξαμενή ήταν γεμάτη κατά 90%, αντί του 50% που όριζε ο κανονισμός).
Το αποτέλεσμα των περικοπών αυτών ήταν, το βράδυ της 2ας Δεκεμβρίου 1984, 40 τόνοι θανατηφόρων αερίων να διαρρεύσουν από το εργοστάσιο, το οποίο έφτιαχνε φυτοφάρμακα, με αποτέλεσμα 20.000 νεκρούς μέχρι σήμερα και περί τους 500.000 να έχουν προσβληθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολλοί από τους οποίους έμειναν τυφλοί.
(φωτογραφία: ταφή ανώνυμου παιδιού, πηγή: ©Raghu Rai/Greenpeace)
Ο κ. Άντερσον πάντως πλήρωσε εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερος, έκτοτε δε παραμένει ασύλληπτος, ενώ οι αμερικανικές αρχές «δεν μπορούν να τον εντοπίσουν» για να του επιδώσουν το διεθνές ένταλμα σύλληψης.
Αντίθετα, ακτιβιστές της αμερικανικής Greenpeace εντόπισαν τον φυγόδικο στη βίλα του στη Φλόριντα και τού επέδωσαν το ένταλμα σύλληψης, όμως ο αξιότιμος κ. Άντερσον εξαφανίστηκε και πάλι.
Προφανώς κάποιες δεκάδες χιλιάδες νεκροί και τυφλωμένοι ινδοί δεν αξίζουν τη σύλληψη ενός ευυπόληπτου αμερικανού πολίτη που, άλλωστε, προσπαθούσε απλά να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησής του.
Έτσι ο ένοχος για το μεγαλύτερο βιομηχανικό δυστύχημα στα παγκόσμια χρονικά εξακολουθεί να παίρνει κανονικά τη σύνταξή του, ενώ η Union Carbide απορροφήθηκε από την πολυεθνική εταιρεία χημικών Dow Chemical, που έφτιαχνε μεταξύ άλλων τον «πορτοκαλί παράγοντα», ένα τοξικό αέριο που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί στον πόλεμο του Βιετνάμ, και τις βόμβες ναπάλμ, που χρησιμοποιήθηκαν πειραματικά για πρώτη φορά κατά του Δημοκρατικού Στρατού στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Στις αρχές Ιανουαρίου η οργάνωση Greenpeace και οι επιζήσαντες της βιομηχανικής καταστροφής αποφάσισαν να μεταφέρουν τον αγώνα εκτός Ινδίας, παραδίδοντας 4 βαρέλια με τοξικά κατάλοιπα στο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό εργοστάσιο της εταιρείας, στο Τερνόιζεν της Ολλανδίας. 15 ακτιβιστές συνελήφθησαν από την αστυνομία, γιατί δεν υπάκουσαν στις εντολές να αποχωρήσουν από τους χώρους της εταιρείας.
Η Greenpeace με ανακοίνωσή της δηλώνει ότι «δεν θα αφήσουμε την Dow να θάψει το έγκλημα στην Ινδία, αλλά θα συνεχίσουμε να επιστρέφουμε αποδείξεις στην εταιρεία, σε ολόκληρο τον κόσμο, για να την φέρουμε αντιμέτωπη με τις ευθύνες της απέναντι σε όλους αυτούς που δηλητηριάζονται εξαιτίας του γεγονότος ότι εκείνη αρνείται να αναλάβει τις εκκρεμούσες ευθύνες της στο Μποπάλ. Εταιρείες όπως η Dow ωφελούνται από την παγκόσμια αγορά για την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους, αλλά δεν είναι παγκόσμια υπόλογες για τις δραστηριότητές τους. Μέχρι να είναι, εγκλήματα όπως αυτό θα συνεχίσουν να διαπράττονται και το περιβάλλον θα πληρώνει το τίμημα».
< Προηγούμενο |
---|